- παρηβάσκω
- παρηβ-άσκω, = sq. 1.2, Ph.1.604.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρηβάσκω — Α παρηβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρηβῶ + θαμιστικό επίθημα σκω (πρβλ. διδά σκω)] … Dictionary of Greek